- ἔμπαιστος
- ἔμ-παιστος, mit eingeschlagener Metallarbeit
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
εμπαιστός — ή, ό και έμπαιστος, η, ο (Μ ἐμπαιστός, ον) (για μετάλλινα διακοσμητικά στοιχεία σε μετάλλινα αγγεία ή ποτήρια) προσαρμοσμένος με σφυρηλάτηση … Dictionary of Greek
ἐμπαιστόν — ἐμπαιστός embossed masc/fem acc sg ἐμπαιστός embossed neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)